φθεγξαμένῃ

φθεγξαμένῃ
φθέγγομαι
utter a sound
aor part mid fem dat sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φθεγξαμένη — φθέγγομαι utter a sound aor part mid fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιγαίνω — (Α) [λιγύς] 1. φωνάζω με δυνατή και καθαρή φωνή, καλώ μεγαλόφωνως («κήρυκες δ ἐλίγαινον ἅμ ἠοῑ φαινομένηφι», Ομ. Ιλ.) 2. ψάλλω για να δοξάσω ή να υμνήσω κάποιον 3. θέλγω, τέρπω («ὦτα φθεγξαμένη λιγαίνει», Φίλ.) 4. (μέσ. και παθ.) λιγαίνομαι… …   Dictionary of Greek

  • τυτθός — όν, θηλ. και ή, Α 1. ο μικρής ηλικίας, μικρός, νεαρός (α. «τυτθὸν ὄντ ἐν σπαργάνοις», Αισχύλ. β. «τυτθὸν θηρίον ἐντὶ μέλισσα», Θεοκρ.) 2. (η αιτ. εν. ουδ. ως επίρρ.) τυτθόν α) (ιδίως για τόπο) λίγο, λιγάκι («ἀνεχάζετο τυτθὸν ὀπίσσω», Ομ. Ιλ.) β)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”